- Κίρκαιον
- Κίρκαιοςmasc acc sgΚίρκαιοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CIRCAEUM — promontor. olim Latinorum in Italia. Ptol. nunc Campaniae Regio hodie monte Circelle Leandro; in mare Tyrrhenum excurrit, prope Circaei rudera, cum uno aut altero vico tantum; propter caeli gravitatem et paludes Pomptinas, quibus circumcingitur… … Hofmann J. Lexicon universale
CIRCE — Solis et Perses nymphae, Orpheo Apollinis et Asteropes, filia, veneficiorum peritissima, quae Sarmararum Rege, cui nupserat, venenô sublatô, regnôque per scelus partô, cum crudelius imperaret, ab incolis pulsa in Italiam profugit: Apollonius eam… … Hofmann J. Lexicon universale
κίρκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Στην ελληνική μυθολογία αναφέρεται ως μάγισσα, η οποία κατοικούσε στο νησί Αιαίη. Ήταν κόρη του Ήλιου και της Ωκεανίδας Περσηίδας, αδερφή του Αιήτη και της Πασιφάης. Μεταμόρφωσε σε ζώα (Οδύσσεια, Κ 135 και εξής), όπως το… … Dictionary of Greek
περικλώ — άω, Α 1. λυγίζω κάτι συστρέφοντάς το και τό σπάζω («τοὺς βραχίονας καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς ἀγκῶνας περιέκλων», ΠΔ) 2. σπάζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («τῷ κράνει περικλᾱν τὸ ξίφος», Πλούτ.) 3. (ιδίως για τον άνεμο που στρέφει τις φλόγες εδώ κι εκεί)… … Dictionary of Greek
Αιαία ή Αίαιη — Το νησί της ομηρικής Κίρκης. Οι ιστορικοί το ταυτίζουν με τη μικρή χερσόνησο της δυτικής ακτής της Ιταλίας, που είχε ένα βουνό, το σημερινό Μόντε Τσιρτσέο (Κιρκαίον όρος). Από μακριά το βουνό αυτό έμοιαζε με νησί. Ας σημειωθεί πως Α. και Κίρκη… … Dictionary of Greek
Γαέτα — (Gaeta). Τοπωνύμια στην ακτή της Ιταλικής χερσονήσου, προς την πλευρά του Τυρρηνικού πελάγους. 1. Κόλπος που απλώνεται ΝΑ του ακρωτηρίου Τσιρτσέο (αρχ. Κιρκαίον) και φτάνει μέχρι το ακρωτήριο Μιζένο (Μισηνόν). Στον κόλπο αυτό εκβάλλουν πολλοί… … Dictionary of Greek